Το πρωινό της 13ης Αυγούστου 1968, ο Αλέκος Παναγούλης, επικεφαλής τότε της οργάνωσης "Ελληνική Αντίσταση" στην οποία συμμετείχε και ο αδελφός του Στάθης Παναγούλης, πραγματοποίησε την απόπειρα εκτέλεσης του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Στις 7.40 περίπου, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ο Παπαδόπουλος ερχόμενος από τον συνοικισμό Καλυβίων, μέσω της παραλιακής οδού Αθηνών-Σουνίου και κατευθυνόμενος προς το κέντρο της Αθήνας, προσπέρασε το σημείο που ο Παναγούλης είχε παγιδεύσει με εκρηκτικό μηχανισμό δικής του κατασκευής. Όταν το αυτοκίνητο είχε απομακρυνθεί κατά είκοσι μέτρα από το σημείο εκείνο, η βόμβα εξερράγη.
Δύο ώρες αργότερα, η αστυνομία εντόπισε τον αγωνιστή που κρυβόταν πίσω από έναν βράχο. Το σημείο όπου συνελήφθη ο Παναγούλης απείχε περίπου 150 μέτρα από το σημείο όπου ανακαλύφθηκε η μπαταρία του εκρηκτικού μηχανισμού. Μετά την απόπειρα, είχε πέσει στην θάλασσα και είχε απομακρυνθεί κολυμπώντας.
Ο Παναγούλης οδηγήθηκε στην ανακριτική αρχή και η δίκη του ορίστηκε για την 1η Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου. Επειδή όμως συνέπεσε με την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, διακόπηκε για να επαναληφθεί λίγες ημέρες αργότερα, από τις 4 ως τις 18 Νοεμβρίου. Έτσι, μέσα από μία "παραξενιά" της Ιστορίας, η επέτειος της δίκης του μεγάλου αντιστασιακού συμπίπτει πια με την ηρωική επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Όχι μόνον ολόκληρος ο ελληνικός λαός αλλά και η διεθνής κοινή γνώμη παρακολουθούσαν με αγωνία τις εξελίξεις.
Συγκατηγορούμενοι του Παναγούλη ήταν οι Λευτέρης Βερυβάκης, Γιάννης Κλωνιζάκης, Νίκος Λεκανίδης, Νίκος Ζαμπέλης, Γιώργος Ελευθεριάδης, Γιώργος Αβράμης, Ευστάθιος Γιώτας, Αρτέμης Κλωνιζάκης, Τζάννος Βαλασέλης, Αντώνης Πρίντεζης, Δημήτρης Τιμογιαννάκης, Αλέξανδρος Σιγάλας, Βασίλειος Αναστασόπουλος και Μιχάλης Παπούλας.
Ο Αλέκος Παναγούλης στάθηκε υπερήφανος απέναντι στο στρατοδικείο και καταδικάστηκε δις εις θάνατο. Μετά την καταδίκη, ολόκληρη η Ευρώπη διαμαρτύρεται και απαιτεί να μην εκτελεστεί η ποινή. Οι φόβοι κάποιων από τους μετριοπαθέστερους μεταξύ των χουντικών για το πολιτικό κόστος που θα είχε για την "κυβέρνηση" η θανάτωση του αντιστασιακού, είχαν ως αποτέλεσμα την συνεχή αναβολή της εκτέλεσης. Τον Ιούνιο του 1969, με την βοήθεια του φίλου του αγωνιστή Γεώργιου Μωράκη, ο Παναγούλης απέδρασε από το κρατητήριο του Μπογιατίου όπου τον είχαν φυλακίσει, δυστυχώς όμως συνελήφθη και πάλι λίγο αργότερα. Τα βασανιστήρια και οι ταπεινώσεις που υπέστη μέσα στην φυλακή ο υπερήφανος υπέρμαχος της Δημοκρατίας ήταν πολλά και σκληρά. Όμως εκείνος γνώριζε πως η ελευθερία της πατρίδας του άξιζε κάθε θυσία. Δεν υπάρχουν σίδερα, κελιά και δεσμωτήρια που να μπορούν να φυλακίσουν την αγάπη για την πατρίδα, την λαχτάρα για την ελευθερία και το πάθος για την δημοκρατία.
Ο Παναγούλης πέθανε την Πρωτομαγιά του 1976, κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Ο πρόωρος θάνατός του αποδόθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ο μοντελίστ Μ. Στέφας δήλωσε στον ανακριτή ότι εκείνος τον κτύπησε, κατά λάθος. Αλλά στην αναπαράσταση του "ατυχήματος", είχε συγκεντρωθεί κόσμος που, πεπεισμένος ότι επρόκειτο για δολοφονία του αγωνιστή από κάποιους οι οποίοι ήθελαν να τον κάνουν να σιωπήσει για πάντα, ειρωνευόταν τον Στέφα και διαμαρτυρόταν εξοργισμένος.
Όσοι γνώρισαν τον Αλέκο Παναγούλη, όσοι βρέθηκαν κοντά του στις δύσκολες εκείνες στιγμές της δικτατορίας, αλλά και όσοι, νεώτεροι, τον αγάπησαν μέσα από τον μύθο του, θα θυμούνται πάντοτε την ιστορική του πια φράση: "Θέλω να νικήσω, αφού δεν μπορώ να νικηθώ".
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου