2 Ιανουαρίου 2012

Η ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ ΑΠΟ "ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ" ΜΕ ΟΡΑΜΑ, ΗΘΟΣ ΚΑΙ ΡΕΑΛΙΣΜΟ ... (BINTEO)

0 σχόλια
Μια διαδρομή ζωής που ξεκίνησε το 1939 στην Αθήνα και έφτασε στο τέρμα 55 χρόνια αργότερα στις 25 Απριλίου του 1994.
«Έφυγε νωρίς», είπαν σχεδόν όλοι τότε και κάποιοι το επανέλαβαν, με έμφαση, μετά το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου. Ένας πολιτικός κι ένας άνθρωπος που διακρίθηκε για το ήθος του και που αντιμετώπισε με γενναιότητα και αξιοπρέπεια το τέλος. Ένας πολιτικός ιδιαίτερα δημοφιλής (αν αυτό λέει κάτι στις μέρες μας) όχι μόνο στους ψηφοφόρους - οπαδούς του ΠΑΣΟΚ, του κόμματος που υπηρέτησε για χρόνια, αλλά ...

και σε ανθρώπους που είχαν κάνει άλλες επιλογές.
Ο ίδιος όταν τον ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι για το πώς εξηγεί την υψηλή δημοτικότητά του έλεγε: «Στη ζωή μου κάνω δύο πράγματα: σέβομαι τους άλλους, σέβομαι τον εαυτό μου. Μήπως μου το ανταποδίδουν; Δεν ξέρω...».
Υπουργός για χρόνια στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Το όνομά του συνδέθηκε με το Εθνικό Σύστημα Υγείας και ήταν στο υπουργείο Υγείας που άφησε -συνήθιζε να λέει- ένα κομμάτι απ' τη ζωή του.
Ο Γιώργος Γεννηματάς σε όλη του τη ζωή, θα πει ένας φίλος, συνεργάτης και σύντροφός του από τα χρόνια τα παλιά, συνδύαζε το όραμα με το ρεαλισμό, τη φαντασία με την εργατικότητα, το λόγο με τη στάση ζωής.

"Στη ζωή μου κάνω δύο πράγματα: σέβομαι τους άλλους, σέβομαι τον εαυτό μου."
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ 

"Το σοσιαλιστικό όνειρο δεν χάθηκε. Μπροστά στην σκληρή πραγματικότητα, που γίνεται σκληρότερη μπροστά σε ένα απρόσμενο μέλλον, η Αριστερά έχει πολλές «Βαστίλες» να αλώσει."
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ

"Αυτά που δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω, είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσουν στόχο πολλών που με μεγαλύτερες δυνάμεις από εμένα θα τα κάνουν πράξη"
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ



Γιώργος Γεννηματάς: Το παλικάρι της Μάνης

Ο Γιώργος των ελπίδων και των θρήνων


Του Βασίλη Πιερρακέα, δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Το Βήμα της Μάνης», Μάιος – Ιούνιος 1994.

Όχι, δεν μπορείς να του πεις, πως οι περήφανες κορφές των μανιάτικων βουνών ψήλωσαν περισσότερο για να κρύψουν τον πόνο τους στα σύννεφα, θα 'παιρναν το σοβαρό τους τα πάντα γελαστά μισόκλειστα ονειροπόλα μάτια του, και θα σου 'λεγε: Έλα τώρα ας μη λέμε και υπερβολές τα βουνά μένουν πάντα ίδια, δεν ψηλώνουν.
Όχι, δεν μπορείς να του πεις πως οι δροσοσταλίδες στα φυλλώματα είναι τα δάκρυα των μανιάτικων δέντρων για το χαμό του και πως αυτό το θρόισμα που ακούγεται είναι ο ψίθυρος του μαντάτου κι ο θρήνος του αναπάντεχου. θα σ’ αγκάλιαζε με κείνο το ζεστό απόκοσμο κι ανθρώπινο μαζί χαμογελαστό του βλέμμα και θα σου ‘λέγε: Καλά τώρα όλοι το ξέρουμε πως τα δέντρα δεν δακρύζουν, ούτε ψιθυρίζουν μεταξύ τους, ούτε θρηνούν ας μιλήσουμε για πράγματα που μπορούν να συμβούν.
Όχι δεν μπορείς να του πεις πως η Ελλάδα αλαφιασμένη, με κάτι μάτια αγνώριστα απ' το κλάμα, κατηφόρισε στη Μάνη, για να παρηγορήσει και να παρηγορηθεί, μα δεν την βρήκε πουθενά, γιατί ήταν κλειδαμπαρωμένη και βουβή γιατί τα μάτια πώς να τα δείξεις στερεμένα, όταν υπάρχουν για να κλαίνε; Θα σε κοίταζε ίσια στα μάτια, μ' εκείνη τη μοναδική του πειστικότητα και θα σου 'λεγε απλά και σοβαρά, αλλά και με το μόνιμο χαμόγελο της συγκατάβασης: Αυτές κι οι δυο που μου λες, καλό είναι να μάθουν πως έχουν άλλα σοβαρότερα να κάνουν.
Μπορείς όμως να του πεις πως θα ‘θελες να μοιραστείς μαζί του την αγωνία του για την Ελλάδα που αγάπησε, μπορείς να του πεις πως θα προσπαθήσουμε όλοι οι. Έλληνες, χωρίς μίση και αντιπαλότητες, να δημιουργήσουμε την Ελλάδα που ονειρεύτηκε, μπορείς να του πεις πως όλοι μαζί θα φροντίσουμε να μην πάνε χαμένες οι υποθήκες του, αλλά να γίνουν πράξεις ζωής, να μην πάει χαμένο το παράδειγμά του, αλλά να γίνει μονόδρομος προς ένα μέλλον με όραμα και προς μια προοπτική με ελπίδα και μπορείς να του πεις πως η βραχνή, ζεστή και παλλόμενη από πρωτόγνωρο συνδυασμό δυναμικότητας κι αγάπης αξέχαστη φωνή του, θα ακούγεται όπου υπάρχει Ελλάδα, θα ακούγεται και θα ξεσηκώνει τις καρδιές, θα δυναμώνει τη θέληση, θα στρατεύει τη σκέψη και θα κάνει το τρίπτυχο το δικό του, μοναδικό κι αθάνατο: «Αγώνας, αγώνας, αγώνας».
Τότε είναι σίγουρο, πως στην Αχερουσία θα ταξιδεύει ένας ευτυχισμένος ταξιδιώτης. θα 'χει τα μάτια τα ονειροπόλα μισόκλειστα και θα γυρίζει, κάθε τόσο, το κεφάλι προς τα πίσω. Κι η βραχνή κι απόκοσμη φωνή του θ' ακούγεται μαζί με τον αχό του Αχέροντα: «Θεέ μου ας αργήσουν να χαθούν στο βάθος του ορίζοντα η Μάνη, η Σύμη, η Ελλάδα...».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου