Εκθέτοντας τις αναμνήσεις της από τα νεανικά της χρόνια, όταν ήταν ακόμη
φοιτήτρια της Νομικής στη Θεσσαλονίκη, η Γιάννα Αγγελοπούλου
αναγνωρίζει στον εαυτό της τα προτερήματα που θα την οδηγούσαν στην
καταξίωση πολύ αργότερα.
Και όπως και σε όλα τα προηγούμενα αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό της βιβλίο «My Greek Drama», η κα Αγγελοπούλου λέει ακριβώς όσα πρέπει για να συζητηθούν αυτά που εξομολογείται -αλλά και εκείνα που, ενδεχομένως, υποννοεί.
Στόχος ζωής: Να γίνει πρέσβειρα
«Δεν διάβαζα απλώς βιβλία. Τα καταβρόχθιζα. Μελετούσα ιστορία και συνειδητοποίησα πώς τα άτομα μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Άρχισα να διαβάζω εφημερίδες και να παρακολουθώ τις αλλεπάλληλες μεταβολές στις συμμαχίες ανάμεσα στην Τουρκία, την Ελλάδα, τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και άλλα κράτη. Μία λέξη ειδικά καρφώθηκε στο μυαλό μου: Πρέσβης. Οι πρέσβεις ήταν οι παίκτες που είχαν τον πλέον κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της μοίρας των εθνών. Κρατούσαν μυστικά έγγραφα, διαπραγματεύονταν για συμφωνίες και άλλαζαν τον ρου της ιστορίας. Αποφάσισα ότι αυτό ήταν που ήθελα να γίνω: Μια πρέσβειρα.
Σε όποιον μιλούσα γι' αυτό μου το όνειρο, με κορόιδευε. «Είσαι τρελή;» μού έλεγε ο ελληνικός χορός της τραγωδίας. «Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, εκτός και εάν ανήκεις σε κάποια οικογένεια με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, η οποία να έχει ήδη κάποιον -έναν πατέρα, έναν παππού ή, τουλάχιστον, έναν θείο- που να είναι ήδη πρέσβυς. Και σε όλα όσα έχεις διαβάσει με τόση προσοχή» με τσίγκλαγε ο ίδιος χορός, «έχεις εντοπίσει ποτέ γυναίκες πρέσβειρες που κρατούν αυτά τα έγγραφα ή που υπογράφουν τις διακρατικές συμφωνίες;».
Η ιστορία, πράγματι, συνηγορούσε. Η Ελλάδα διόρισε την πρώτη γυναίκα πρέσβειρα μόλις το 1986.
Ένιωθα ότι, όπως και ο πατέρας μου, πρώτα και πριν από όλα ήμουν πατριώτισσα και η ύψιστη ευτυχία μου θα ήταν να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον ελληνικό λαό. Ονειρευόμουν να πετύχω κάτι μνημειώδες, κάτι ιστορικής σημασίας για τη χώρα μου. Και αυτό παρέμεινε το όνειρό μου έως ότου είχε πλέον εκπληρωθεί.
Ο πατέρας μου έζησε έως το 1991. Με είδε να εκλέγομαι στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας και κατόπιν στη Βουλή των Ελλήνων. Πρόλαβε να με δει να παντρεύομαι και να γίνομαι μέλος μιας από τις πιο διακεκριμένες οικογένειες της Ελλάδας. Λυπάμαι που δεν έζησε την τελετή του 1998 όταν, αφού είχα ηγηθεί της εκστρατείας για την επάνοδο των Ολυμπιακών Αγώνων στη γενέτειρά τους, η Ελλάδα με τίμησε με τον τίτλο της πρέσβειρας».
Η σχέση με τους καθηγητές
«Στο πρώτο έτος [σσ: στη νομική Θεσσαλονίκης] δεν πέρασα στα μισά μαθήματα και αναγκάστηκα να αφιερώσω ολόκληρο το καλοκαίρι στο διάβασμα, έτσι ώστε να δώσω ξανά εξετάσεις και να μπορέσω να προχωρήσω με τις προπτυχιακές μου σπουδές.
Θα γινόμουν πολύ πιο επιμελής φοιτήτρια έκτοτε και, κάτι ακόμη πιο σημαντικό, πιο αποφασιστική στο πώς να ελίσσομαι στο περιβάλλον του πανεπιστημίου. Όποτε δυσκολευόμουν με τα μαθήματα, πήγαινα και έβρισκα τους καθηγητές εκτός αίθουσας διδασκαλίας, ακόμη και για να τους ικετεύσω, να μου δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία ή για να μου αναθέσουν επιπλέον εργασίες ώστε να βελτιώσω τους βαθμούς μου.
Ήμουν έξυπνη, παθιασμένη και ανυπόμονη. Ήξερα επίσης ότι τα θέλγητρά μου έπιαναν μια χαρά στους άντρες καθηγητές (και σε κάποιες γυναίκες, επίσης). Κάποιοι, βέβαια, θα έκριναν ότι το να χρησιμοποιεί κάποιος τη γοητεία του δεν συνιστά και τόσο γοητευτική συμπεριφορά. Στην πράξη όμως για μένα αυτό ήταν ένα μάθημα βγαλμένο από την πραγματική ζωή για το πώς λειτουργεί το σύστημα, ένα μάθημα που αποδείχθηκε ανεκτίμητης αξίας αργότερα, όταν θα χρειαζόταν να ελιχθώ σε ένα πολύ πιο επικίνδυνο, πολιτικό έδαφος».
Στο γραφείο του Νώντα Ζαφειρόπουλου
«Αποφάσισα να προσεγγίσω έναν πολύ γνωστό Αθηναίο δικηγόρο, το Νώντα Ζαφειρόπουλο για να εργαστώ στο γραφείο του ως ασκούμενη. Παρόλο που ο Ζαφειρόπουλος δεν είχε μεγάλο γραφείο -είχε μόνο τέσσερις συνεργάτες- είχε να επιδείξει πολύ σημαντικό πελατολόγιο και ήταν κάτι περισσότερο από καλά δικτυωμένος στην ισχυρή ελίτ της Αθήνας. Εκτός αυτού, είχε κερδίσει με αγώνα τη φήμη δικηγόρου που πολύ δύσκολα χάνει στο δικαστήριο. Όμως εγώ δεν είχα καθόλου διασυνδέσεις και το ερώτημα ήταν πώς θα κατάφερνα να γίνω δεκτή για μια ακρόαση από εκείνον. [...]
Όταν τελικά μπόρεσα να δω τον Ζαφειρόπουλο, είχε ήδη μάθει το πόσο πολύ είχα προσπαθήσει να τον πείσω να με δεχτεί και ήταν το είδος εκείνο της προσπάθειας που θα αποδεικνυόταν αρετή, όπως είπε εκείνος, για έναν νέο δικηγόρο. Είχε εντυπωσιαστεί επίσης με ό,τι είχα καταφέρει έως εκείνη τη στιγμή και με τη νοοτροπία μου που έλεγε ότι εάν κάτι μπορεί να γίνει, θα το έκανα. Συμφώνησε να με προσλάβει, δίνοντάς μου μία από τις επίζηλες θέσεις των ασκουμένων στο γραφείο του. [...] Στην πορεία φάνηκα ιδιαίτερα χρήσιμη στο δικαστήριο και σε κυβερνητικά γραφεία όπου κατά κανόνα οι δικηγόροι πολύ συχνά βάλτωναν σε μεγάλες καθυστερήσεις οι οποίες προέκυπταν από τις αναπόφευκτες αναζητήσεις εγγράφων. Τα αρχεία ήταν σε χαοτική κατάσταση και, στην προϊστορική εποχή πριν από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η διαδικασία ήταν μακρόσυρτη και συχνά ατελέσφορη.
Οι γραφειοκράτες σε αυτά τα γραφεία είχαν τη φήμη ανθρώπων που φέρονταν απότομα και προέβαλλαν επίτηδες εμπόδια. Φρόντισα ιδιαίτερα να φέρω στα νερά μου αυτούς τους τύπους που συνήθως ήταν το ανάθεμα του δικηγόρου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κάποιοι από αυτούς που θεωρούνταν ως οι πλέον σκληροί και δύσκολοι, προσφέρονταν να με εξυπηρετήσουν με πρωτόγνωρη προθυμία. Οι δικηγόροι στο γραφείο είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι έχω θαυματουργές ικανότητες. Έτσι, ο πρώτος κάνονας έλεγε πλέον 'εάν το θέλεις γρήγορα, στείλε τη Γιάννα. Ο δεύτερος ήταν: Εάν θέλεις να γίνει σωστά, ανάθεσέ το στη Γιάννα».
«[Πολλά χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1990] κατά μία ειρωνία της τύχης, η παραίτησή μου από την πολιτική άνοιξε το δρόμο στο Νώντα Ζαφειρόπουλο, το δικηγόρο για λογαριασμό του οποίου είχα εργαστεί μόλις είχα αποφοιτήσει από τη Νομική, ο οποίος κέρδισε την έδρα μου στο Κοινοβούλιο. Κατ' αυτό τον τρόπο, από 'χρυσό πουλέν' του γραφείου του, έγινα το 'χρυσό άρμα' του για την πολιτική».
Πηγή: protothema.gr
Και όπως και σε όλα τα προηγούμενα αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό της βιβλίο «My Greek Drama», η κα Αγγελοπούλου λέει ακριβώς όσα πρέπει για να συζητηθούν αυτά που εξομολογείται -αλλά και εκείνα που, ενδεχομένως, υποννοεί.
Στόχος ζωής: Να γίνει πρέσβειρα
«Δεν διάβαζα απλώς βιβλία. Τα καταβρόχθιζα. Μελετούσα ιστορία και συνειδητοποίησα πώς τα άτομα μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Άρχισα να διαβάζω εφημερίδες και να παρακολουθώ τις αλλεπάλληλες μεταβολές στις συμμαχίες ανάμεσα στην Τουρκία, την Ελλάδα, τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και άλλα κράτη. Μία λέξη ειδικά καρφώθηκε στο μυαλό μου: Πρέσβης. Οι πρέσβεις ήταν οι παίκτες που είχαν τον πλέον κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της μοίρας των εθνών. Κρατούσαν μυστικά έγγραφα, διαπραγματεύονταν για συμφωνίες και άλλαζαν τον ρου της ιστορίας. Αποφάσισα ότι αυτό ήταν που ήθελα να γίνω: Μια πρέσβειρα.
Σε όποιον μιλούσα γι' αυτό μου το όνειρο, με κορόιδευε. «Είσαι τρελή;» μού έλεγε ο ελληνικός χορός της τραγωδίας. «Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, εκτός και εάν ανήκεις σε κάποια οικογένεια με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, η οποία να έχει ήδη κάποιον -έναν πατέρα, έναν παππού ή, τουλάχιστον, έναν θείο- που να είναι ήδη πρέσβυς. Και σε όλα όσα έχεις διαβάσει με τόση προσοχή» με τσίγκλαγε ο ίδιος χορός, «έχεις εντοπίσει ποτέ γυναίκες πρέσβειρες που κρατούν αυτά τα έγγραφα ή που υπογράφουν τις διακρατικές συμφωνίες;».
Η ιστορία, πράγματι, συνηγορούσε. Η Ελλάδα διόρισε την πρώτη γυναίκα πρέσβειρα μόλις το 1986.
Ένιωθα ότι, όπως και ο πατέρας μου, πρώτα και πριν από όλα ήμουν πατριώτισσα και η ύψιστη ευτυχία μου θα ήταν να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον ελληνικό λαό. Ονειρευόμουν να πετύχω κάτι μνημειώδες, κάτι ιστορικής σημασίας για τη χώρα μου. Και αυτό παρέμεινε το όνειρό μου έως ότου είχε πλέον εκπληρωθεί.
Ο πατέρας μου έζησε έως το 1991. Με είδε να εκλέγομαι στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας και κατόπιν στη Βουλή των Ελλήνων. Πρόλαβε να με δει να παντρεύομαι και να γίνομαι μέλος μιας από τις πιο διακεκριμένες οικογένειες της Ελλάδας. Λυπάμαι που δεν έζησε την τελετή του 1998 όταν, αφού είχα ηγηθεί της εκστρατείας για την επάνοδο των Ολυμπιακών Αγώνων στη γενέτειρά τους, η Ελλάδα με τίμησε με τον τίτλο της πρέσβειρας».
Η σχέση με τους καθηγητές
«Στο πρώτο έτος [σσ: στη νομική Θεσσαλονίκης] δεν πέρασα στα μισά μαθήματα και αναγκάστηκα να αφιερώσω ολόκληρο το καλοκαίρι στο διάβασμα, έτσι ώστε να δώσω ξανά εξετάσεις και να μπορέσω να προχωρήσω με τις προπτυχιακές μου σπουδές.
Θα γινόμουν πολύ πιο επιμελής φοιτήτρια έκτοτε και, κάτι ακόμη πιο σημαντικό, πιο αποφασιστική στο πώς να ελίσσομαι στο περιβάλλον του πανεπιστημίου. Όποτε δυσκολευόμουν με τα μαθήματα, πήγαινα και έβρισκα τους καθηγητές εκτός αίθουσας διδασκαλίας, ακόμη και για να τους ικετεύσω, να μου δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία ή για να μου αναθέσουν επιπλέον εργασίες ώστε να βελτιώσω τους βαθμούς μου.
Ήμουν έξυπνη, παθιασμένη και ανυπόμονη. Ήξερα επίσης ότι τα θέλγητρά μου έπιαναν μια χαρά στους άντρες καθηγητές (και σε κάποιες γυναίκες, επίσης). Κάποιοι, βέβαια, θα έκριναν ότι το να χρησιμοποιεί κάποιος τη γοητεία του δεν συνιστά και τόσο γοητευτική συμπεριφορά. Στην πράξη όμως για μένα αυτό ήταν ένα μάθημα βγαλμένο από την πραγματική ζωή για το πώς λειτουργεί το σύστημα, ένα μάθημα που αποδείχθηκε ανεκτίμητης αξίας αργότερα, όταν θα χρειαζόταν να ελιχθώ σε ένα πολύ πιο επικίνδυνο, πολιτικό έδαφος».
Στο γραφείο του Νώντα Ζαφειρόπουλου
«Αποφάσισα να προσεγγίσω έναν πολύ γνωστό Αθηναίο δικηγόρο, το Νώντα Ζαφειρόπουλο για να εργαστώ στο γραφείο του ως ασκούμενη. Παρόλο που ο Ζαφειρόπουλος δεν είχε μεγάλο γραφείο -είχε μόνο τέσσερις συνεργάτες- είχε να επιδείξει πολύ σημαντικό πελατολόγιο και ήταν κάτι περισσότερο από καλά δικτυωμένος στην ισχυρή ελίτ της Αθήνας. Εκτός αυτού, είχε κερδίσει με αγώνα τη φήμη δικηγόρου που πολύ δύσκολα χάνει στο δικαστήριο. Όμως εγώ δεν είχα καθόλου διασυνδέσεις και το ερώτημα ήταν πώς θα κατάφερνα να γίνω δεκτή για μια ακρόαση από εκείνον. [...]
Όταν τελικά μπόρεσα να δω τον Ζαφειρόπουλο, είχε ήδη μάθει το πόσο πολύ είχα προσπαθήσει να τον πείσω να με δεχτεί και ήταν το είδος εκείνο της προσπάθειας που θα αποδεικνυόταν αρετή, όπως είπε εκείνος, για έναν νέο δικηγόρο. Είχε εντυπωσιαστεί επίσης με ό,τι είχα καταφέρει έως εκείνη τη στιγμή και με τη νοοτροπία μου που έλεγε ότι εάν κάτι μπορεί να γίνει, θα το έκανα. Συμφώνησε να με προσλάβει, δίνοντάς μου μία από τις επίζηλες θέσεις των ασκουμένων στο γραφείο του. [...] Στην πορεία φάνηκα ιδιαίτερα χρήσιμη στο δικαστήριο και σε κυβερνητικά γραφεία όπου κατά κανόνα οι δικηγόροι πολύ συχνά βάλτωναν σε μεγάλες καθυστερήσεις οι οποίες προέκυπταν από τις αναπόφευκτες αναζητήσεις εγγράφων. Τα αρχεία ήταν σε χαοτική κατάσταση και, στην προϊστορική εποχή πριν από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η διαδικασία ήταν μακρόσυρτη και συχνά ατελέσφορη.
Οι γραφειοκράτες σε αυτά τα γραφεία είχαν τη φήμη ανθρώπων που φέρονταν απότομα και προέβαλλαν επίτηδες εμπόδια. Φρόντισα ιδιαίτερα να φέρω στα νερά μου αυτούς τους τύπους που συνήθως ήταν το ανάθεμα του δικηγόρου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κάποιοι από αυτούς που θεωρούνταν ως οι πλέον σκληροί και δύσκολοι, προσφέρονταν να με εξυπηρετήσουν με πρωτόγνωρη προθυμία. Οι δικηγόροι στο γραφείο είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι έχω θαυματουργές ικανότητες. Έτσι, ο πρώτος κάνονας έλεγε πλέον 'εάν το θέλεις γρήγορα, στείλε τη Γιάννα. Ο δεύτερος ήταν: Εάν θέλεις να γίνει σωστά, ανάθεσέ το στη Γιάννα».
«[Πολλά χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1990] κατά μία ειρωνία της τύχης, η παραίτησή μου από την πολιτική άνοιξε το δρόμο στο Νώντα Ζαφειρόπουλο, το δικηγόρο για λογαριασμό του οποίου είχα εργαστεί μόλις είχα αποφοιτήσει από τη Νομική, ο οποίος κέρδισε την έδρα μου στο Κοινοβούλιο. Κατ' αυτό τον τρόπο, από 'χρυσό πουλέν' του γραφείου του, έγινα το 'χρυσό άρμα' του για την πολιτική».
Πηγή: protothema.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου