Χαράματα Πρωτομαγιάς, πριν 103 χρόνια, σε ένα αρχοντικό της Μονεμβάσιας, γεννήθηκε το στερνοπαίδι του πλούσιου εμπόρου Ελευθερίου Ρίτσου και της Ελευθερίας, το γένος Βουζαναρά, που έμελλε να γίνει ο μέγιστος ποιητής – αγωνιστής της πρωτοπόρας εργατιάς και όλων των αγώνων της στον 20ό αιώνα.
Ο Γιάννης Ρίτσος. Ο αθάνατος. Αθάνατος χάρη στο μεγαλείο όχι μόνο της απειρόκαλλης ποίησής του αλλά και του – εφ’ όρου ζωής, μέχρι και την ύστατη πνοή του – αταλάντευτα.....
αυτοστρατευμένου (κι ας συγχύζει…η λέξη τους άσπονδους «φίλους» του) με την εργατική τάξη και τα κομμουνιστικά ιδανικά.Γιατί ο Ρίτσος, γεννημένος αρχοντόπουλο, τάχθηκε με την εργατική τάξη; Γιατί η μάνα του, μορφωμένη για την εποχή της (λογοδοσμένη από τον πλούσιο έμπορο πατέρα της να παντρευτεί τον Ελευθέριο Ρίτσο, επέβαλε να παντρευτεί μετά το Γυμνάσιο), κοινωνικά προβληματιζόμενη (διάβαζε βιβλία προοδευτικού περιεχομένου), ευτυχούσε που ο «Γιαννάκης» της από μικρούλης διάβαζε, μάθαινε μουσική, ζωγράφιζε και έγραφε ποιήματα.
Γιατί η οικογένειά του δυστύχησε – βαριές αρρώστιες, θανατικά, οικονομική καταστροφή κι έφηβος ορφάνεψε, πείνασε και δεκαεπτάχρονος χτυπήθηκε από φυματίωση. Γιατί δεκαοχτάχρονος βρέθηκε στην ίδια «μοίρα» και στους ίδιους χώρους με βασανισμένους – και από τη φυματίωση – πρωτοπόρους, κομμουνιστές εργάτες. Γιατί από εκείνους άκουσε, έμαθε, ένιωσε το μόχθο, τους αγώνες, τα πάθη και τους πόθους τους. Γιατί κι εκείνος βίωσε τη βιοπάλη της. Γιατί κι εκείνος μετείχε στους κοινωνικούς και απελευθερωτικούς αγώνες της.
Πάμφτωχος, ο Γιάννης Ρίτσος, στις 22 Φεβρουαρίου του 1927, λόγω συνεχών αιμοπτύσεων, εισάγεται στο «Σωτηρία», όπου νοσηλεύεται επί τρία χρόνια, σε θαλάμους όπου στοιβάζονται 20 έως 40 φυματικοί.
Εκεί γνωρίζει φυματικούς κομμουνιστές εργάτες. Ο πιο αγαπημένος ιδεολογικός «μύστης» του ήταν ο κομμουνιστής Βασίλης Γεράγγελος, τον οποίο εκτέλεσαν στην κατοχή οι ναζί. Εκείνος τον ώθησε να διαβάσει Μαρξ, Λένιν, Πλεχάνωφ, κ.ά.
Στο «Σωτηρία», όπου δεν σταματά να ασκείται ποιητικά, γίνεται αγαπημένος φίλος τής, επίσης, νοσηλευόμενης Μαρίας Πολυδούρη, η οποία του αφιερώνει ένα ποίημά της:
«Πώς με κοιτάς έτσι γλυκά νέο μου ανθάκι χαρωπό
δείχνεις όλες τις χάρες σου σ’ εμέ και δε φοβάσαι.
Αχ, έχω την καρδιά βαρειά μα δε θα σου το πω
γιατί κάλλιο ασυλόγιστο κι ευτυχισμένο να ‘σαι(…)».
δείχνεις όλες τις χάρες σου σ’ εμέ και δε φοβάσαι.
Αχ, έχω την καρδιά βαρειά μα δε θα σου το πω
γιατί κάλλιο ασυλόγιστο κι ευτυχισμένο να ‘σαι(…)».
Στο «Σωτηρία», ο νεαρός Ρίτσος ερωτεύεται για πρώτη φορά. Ρουμπίνη, έλεγαν την αγαπημένη του. Την κόρη της προϊσταμένης νοσοκόμας, την οποία ζήλευαν όλες οι κοπέλες, όταν την έβλεπαν με «αυτόν τον άγγελο».
Η Ρουμπίνη του ενέπνευσε την υπέροχη «Εαρινή συμφωνία». Στα χρόνια της «Σωτηρίας» γράφει και δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα περιοδικά: «Φιλολογικό Παράρτημα» της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας», «Εβδομάς», «Ο αγώνας των φυματικών» (δημιούργημα των κομμουνιστών και άλλων προοδευτικών φυματικών), «Φοιτητική Σημαία», κ.ά.
Η πρώτη πολιτική πράξη του
Αρχές του 1930, μην έχοντας οικονομική δυνατότητα να παραμείνει στο «Σωτηρία», εισάγεται ως άπορος στο «Ασυλο Φυματικών» στην Καψαλώνα Χανίων. Εκεί στις 14/11/1930 γράφει ένα γράμμα που δημοσιεύεται στις 17/11/1930 στην τοπική εφημερίδα «Εφεδρικός Αγών», τονίζοντας, μεταξύ άλλων:
«Σήμερα πια η πονεμένη μας καρδιά αγανάκτησε… Σήμερα στέλνουμε το βογγητό μας να χτυπήσει την καρδιά του Κόσμου που κλείστηκε για μας(…)σήμερα η φωνή μας που ως τώρα βγαίνοντας από το ραγισμένο στήθος μας ψιθύριζε μόνον παράπονα και άκαρπους στεναγμούς(…) σήμερα υψώνει την τελευταίαν επίκλησιν (…) σήμερα χτυπά χάλκινο σήμανδρο καλώντας πλάι μας όσους μες στην καρδιά τους απομένει λίγος ανθρωπισμός, λίγη συμπόνοια για τους δύστυχους συνανθρώπους των, λίγη αγάπη για μας που τόσο άδικα μας κατεδίκασε η μοίρα, για μας που τόσο σκληρά μας πληγώνει η αδιαφορία του κράτους».
Αργότερα, ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε γι’ αυτό το γράμμα: «Στην Καψαλώνα ένιωσα για πρώτη φορά σαν τον εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου. Αυτή ήταν η πρώτη καθαρή πολιτική μου εκδήλωση».
Ενα μήνα μετά τη δημοσίευση του γράμματος, ο Ρίτσος μεταφέρεται στο, διπλανό από το «Ασυλο», σανατόριο του Αγίου Ιωάννου. Εκεί κλιμακώνει την πρώτη του «πολιτική εκδήλωση», δημοσιεύοντας στην τοπική εφημερίδα «Παρατηρητής», κείμενα με τίτλο «Απ’ το ημερολόγιο ενός φθισικού», με την υπογραφή «Ι.Ρ».
Τον Οκτώβρη του 1931, ο ποιητής βγαίνει από το σανατόριο. Ερχεται στην Αθήνα. Νοικιάζει δωμάτιο σε φτωχικό ξενοδοχείο. Απαγορεύεται να δουλέψει για να μην υποτροπιάσει η αρρώστια του. Ετσι, μέχρι τις αρχές του 1933 βοηθιέται οικονομικά από τον σύζυγο της αδελφής του Λούλας.
Παρά την εύθραυστη υγεία του, ταγμένος με τη μαχόμενη εργατική τάξη, από τα τέλη του 1931 διευθύνει το καλλιτεχνικό τμήμα της «Εργατικής Λέσχης» του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, συμμετέχοντας και σε θεατρικές, χορευτικές, ποιητικές εκδηλώσεις και στη μαντολινάτα της, παίζοντας πιάνο και μαντολίνο, που έμαθε μικρός.
Παράλληλα, λίγο αργότερα, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε παραστάσεις της θεατρικής ομάδας του ΕΚΑ. Δρα και στη λέσχη των δημοσιοϋπαλληλικών συνδικάτων και στο αριστερό καλλιτεχνικό στέκι «Σαν σουσί», όπου παίζει πιάνο και γνωρίζεται με ομοϊδεάτες του, γνωστούς διανοούμενους και καλλιτέχνες (Παναγής Λεκατσάς, Μενέλαος Λουντέμης, Τάκης Μουζενίδης, Σωτηρία Ιατρίδου, Δανάη Στρατηγοπούλου, κ.ά).
Ποιήματα για τους προλετάριους
Το 1932, ο ποιητής εντάσσεται στον πολιτιστικό φορέα «Πρωτοπόροι». Ακολουθεί η ένταξη του Γ. Ρίτσου στο ΚΚΕ, το οποίο πρωτοστάτησε στη δημιουργία των «Πρωτοπόρων», που εξέδιδαν και το ομώνυμο μηνιαίο περιοδικό, στο οποίο ο Ρίτσος δημοσίευε ποιήματά του. Από τις αρχές του 1933 το περιοδικό πήρε την ονομασία «Νέοι Πρωτοπόροι».
Στο τεύχος 2 (Φεβρουάριος 1933) των «Νέων Πρωτοπόρων», ο Γιάννης Ρίτσος, με το ψευδώνυμο που συχνά χρησιμοποιούσε «I. ΣΟΣΤΙΡ» (αντιστροφή του επιθέτου του) δημοσιεύει υπό τη βινιέτα «ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΜΑΣ», το ποίημα «Στα παιδιά των προλετάριων», το οποίο
με την ευκαιρία της φετινής Εργατικής Πρωτομαγιάς και της επετείου από τη γέννηση του ποιητή της, αναδημοσιεύει (διατηρώντας την τότε ορθογραφία του), για πρώτη φορά από τότε, ο σημερινός «Ριζοσπάστης»:
«Παιδιά μας, είσαστε ήλιος και σκοτάδι,
χαμόγελο και δάκρυ, λάμψη του Αδη
και συγνεφιά της άνοιξης θολή.
Η φτώχια ρυπαρή και σκληροπόδα
τσαλαπατά της χάρης σας τα ρόδα
κι είστε για μας αλόη μα και χολή.
****
Βρεγμένη στου πατέρα σας τον ιδρώτα
γεύεστε μαύρη κι άνοστη μπομπότα,
το δάκρυ της μητέρας σας: νερό
στάζει δροσούλα στα ξερά σας χείλη,
και σφαλιστό το πνέμα σας κοχύλι
κρύβει μαργαριτάρι λαμπερό.
****
Μπρος στο μεγάλωμα σας βάζει φράχτη
Τέχνες, Θρησκείες, Πατρίδες, μα στο αδράχτι
του πόνου μας, του πόνου σας γερά
κλώθεται των εχτρών μας η κρεμάλα
που μας βυζάξαν το αίμα στάλα στάλα
και κλέψανε τον ήλιο, τη χαρά.
****
Αφείστε τη ματιά σας πέρα ως πέρα,
όσα γελούν στο γαλανόν αγέρα
κι όσα στην άγρια ανθίζουν πάνω γη
(χαμόγελα ομορφιάς, πνευμάτων άστρα)
μνημεία, παλάτια, πλούτη, δόξα, κάστρα)
χρωστιούνται στου ίδρωτά μας την πηγή.
****
Στείστε το αυτί στη νύχτιαν ησυχία:
βογγούν υποταγμένα τα στοιχεία
της Φύσης, απ’ το χέρι μας αυτό.
Τα τρόπαια των νικών μας χαίρονται άλλοι
μα η θλίψη από τα στήθια του χαμάλη
σήμερα βγαίνει σίδερο καφτό.
****
Παιδιά μας, τον καημό μας κάντε παιάνα,
χτυπείστε τη χαρμόσυνη καμπάνα
πάνου απ’ τους τάφους, άντικρυ στο φως,
- μες στη ματιά σας τ’ όνειρό μας λάμπει -
λυώστε κάτ’ απ’ τη φτέρνα σας την κάμπη,
κι ο ήλιος σας παραστέκει γι’ αδερφός.
****
Κάτου από της καταστροφής τη στάχτη
σας δίνεται των μαύρων αιώνων τ’ άχτι:
Εκδίκησης και Λευτεριάς σπαθί.
Μπρος σας γονατιστός προσμένει ο Χρόνος
να ετοιμαστεί απ’ τα χέρια σας ο θρόνος
που η Ζωή δικαιομένη θα σταθεί.
Ι. ΣΟΣΤΙΡ».
χαμόγελο και δάκρυ, λάμψη του Αδη
και συγνεφιά της άνοιξης θολή.
Η φτώχια ρυπαρή και σκληροπόδα
τσαλαπατά της χάρης σας τα ρόδα
κι είστε για μας αλόη μα και χολή.
****
Βρεγμένη στου πατέρα σας τον ιδρώτα
γεύεστε μαύρη κι άνοστη μπομπότα,
το δάκρυ της μητέρας σας: νερό
στάζει δροσούλα στα ξερά σας χείλη,
και σφαλιστό το πνέμα σας κοχύλι
κρύβει μαργαριτάρι λαμπερό.
****
Μπρος στο μεγάλωμα σας βάζει φράχτη
Τέχνες, Θρησκείες, Πατρίδες, μα στο αδράχτι
του πόνου μας, του πόνου σας γερά
κλώθεται των εχτρών μας η κρεμάλα
που μας βυζάξαν το αίμα στάλα στάλα
και κλέψανε τον ήλιο, τη χαρά.
****
Αφείστε τη ματιά σας πέρα ως πέρα,
όσα γελούν στο γαλανόν αγέρα
κι όσα στην άγρια ανθίζουν πάνω γη
(χαμόγελα ομορφιάς, πνευμάτων άστρα)
μνημεία, παλάτια, πλούτη, δόξα, κάστρα)
χρωστιούνται στου ίδρωτά μας την πηγή.
****
Στείστε το αυτί στη νύχτιαν ησυχία:
βογγούν υποταγμένα τα στοιχεία
της Φύσης, απ’ το χέρι μας αυτό.
Τα τρόπαια των νικών μας χαίρονται άλλοι
μα η θλίψη από τα στήθια του χαμάλη
σήμερα βγαίνει σίδερο καφτό.
****
Παιδιά μας, τον καημό μας κάντε παιάνα,
χτυπείστε τη χαρμόσυνη καμπάνα
πάνου απ’ τους τάφους, άντικρυ στο φως,
- μες στη ματιά σας τ’ όνειρό μας λάμπει -
λυώστε κάτ’ απ’ τη φτέρνα σας την κάμπη,
κι ο ήλιος σας παραστέκει γι’ αδερφός.
****
Κάτου από της καταστροφής τη στάχτη
σας δίνεται των μαύρων αιώνων τ’ άχτι:
Εκδίκησης και Λευτεριάς σπαθί.
Μπρος σας γονατιστός προσμένει ο Χρόνος
να ετοιμαστεί απ’ τα χέρια σας ο θρόνος
που η Ζωή δικαιομένη θα σταθεί.
Ι. ΣΟΣΤΙΡ».
Για πρώτη φορά αναδημοσιεύουμε και το παρακάτω ποίημα του Γ. Ρίτσου, επίσης αφιερωμένο στην πρωτοπόρα εργατική τάξη, το οποίο δημοσιεύθηκε στο «Ριζοσπάστη», στις 2 Σεπτεμβρίου 1934, υπό τη βινιέτα «Κόκκινος Στίχος», με τίτλο «Προλετάριοι»:
«Εσύ, εγώ: φελλοί στην τρικυμία.
Εμείς: φλόγες της ίδιας πυρκαγιάς.
Κόσμος πλατύς, σκοπός, καρδιά μας μία
κι οι πίκρες σπαθιά της Λευτεριάς.
Δεν ξέρουμε να κλαίμε, στη ματιά μας
τ’ όραμα λάμπει κόκκινης Αυγής,
λυώνουμε τον καϋμό μας στη φωτιά μας
κι οργή ξερνούν τα χείλια της πληγής.
Το «χτες» της ιστορίας το δρόμο παίρνει
και πίσω του ακολουθάει ο κουρνιαχτός,
τις πλάτες μας η μνήμη του κι’ αν γέρνει
στο φως του όμως ο δρόμος ανοιχτός.
Ατράνταχτή μας δύναμη το Δίκηο.
Ο,τι δικό μας ξένο ήταν ως χτες
μα η στέρηση λοστός σε χέρι αντρίκιο
βιάζει όσες πόρτες μένουν σφαλιχτές.
Κυριαρχικά περνάμε και τραβάμε.
Ολοι για όλους. Νόμο και δεσμό
ζητάμε την Αγάπη που αγαπάμε
- κύτταρα εμείς, στον ίδιο οργανισμό.
Η ζωή μας κλει τον τάφο, κι απ’ τη χτίση
τις ρυπαρές ξεφτάμε ζωγραφιές.
Εχει η καρδιά χαρές να καταχτήσει
κι’ ο νους ανυποψίαστες ωμορφιές.
Γ. Σοστίρ»
Εμείς: φλόγες της ίδιας πυρκαγιάς.
Κόσμος πλατύς, σκοπός, καρδιά μας μία
κι οι πίκρες σπαθιά της Λευτεριάς.
Δεν ξέρουμε να κλαίμε, στη ματιά μας
τ’ όραμα λάμπει κόκκινης Αυγής,
λυώνουμε τον καϋμό μας στη φωτιά μας
κι οργή ξερνούν τα χείλια της πληγής.
Το «χτες» της ιστορίας το δρόμο παίρνει
και πίσω του ακολουθάει ο κουρνιαχτός,
τις πλάτες μας η μνήμη του κι’ αν γέρνει
στο φως του όμως ο δρόμος ανοιχτός.
Ατράνταχτή μας δύναμη το Δίκηο.
Ο,τι δικό μας ξένο ήταν ως χτες
μα η στέρηση λοστός σε χέρι αντρίκιο
βιάζει όσες πόρτες μένουν σφαλιχτές.
Κυριαρχικά περνάμε και τραβάμε.
Ολοι για όλους. Νόμο και δεσμό
ζητάμε την Αγάπη που αγαπάμε
- κύτταρα εμείς, στον ίδιο οργανισμό.
Η ζωή μας κλει τον τάφο, κι απ’ τη χτίση
τις ρυπαρές ξεφτάμε ζωγραφιές.
Εχει η καρδιά χαρές να καταχτήσει
κι’ ο νους ανυποψίαστες ωμορφιές.
Γ. Σοστίρ»
ΠΗΓΗ: Ριζοσπάστης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου