27 Μαρτίου 2014

Πρώτη η Ελλάδα στις αγορές χωρίς απόδειξη

0 σχόλια
20314-03-26_9.23.44_.png
screenshot via tanea

Μόνο θλιβερές πρωτιές για την Ελλάδα έχει να παραθέσει το Ευρωβαρόμετρο. Μία από αυτές είναι και η μη παροχή αποδείξεων. Η συλλογή αποδείξεων το 2010 έφερε αποτέλεσμα καθότι κινητοποίησε τον καταναλωτή στη σωστή κατεύθυνση. Τούτο όμως η ενεργοποίηση που συνδέει τη συνείδηση με το κίνητρο δεν είναι αρκετή.

Παραθέτουμε παλαιό άρθρο του Ανδρεα Δρυμιωτη στην ''Κ'' [01.12.2013] με τίτλο ''Σύνδεση ταμειακών μηχανών με ΓΓΠΣ – Rest in Peace'':

Με μια λιτή ανακοίνωση το υπουργείο Οικονομικών ουσιαστικά έβαλε την ταφόπλακα σε ένα πρόγραμμα το οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά την είσπραξη του ΦΠΑ και την πάταξη της φοροκλοπής του ΦΠΑ. Τι λέει η ανακοίνωση; «Η υποχρέωση αποστολής online αναλυτικών στοιχείων ανά συναλλαγή δεν θα υλοποιηθεί προς το παρόν». Το οποίο ερμηνεύεται ότι όσοι έχουν ταμειακές μηχανές μπορούν να κόβουν ή να μην κόβουν αποδείξεις, αλλά δεν είναι υποχρεωμένοι να αποστέλλουν ηλεκτρονικά τα στοιχεία των αποδείξεων στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ) για έλεγχο. Ελεγχο μπορεί να υποστούν μόνο από τη φυσική παρουσία εφοριακών, πρακτική που όπως ασκείται όλα αυτά τα χρόνια έχει αποδώσει ελάχιστα για το κράτος και πολύ περισσότερα σε άλλους.

Είναι εύκολο να κάνει κανείς κριτική εκ των υστέρων, αλλά δυστυχώς στην περίπτωση αυτή, από πολύ νωρίς είχα διαπιστώσει την ανεξήγητη διάθεση του υπουργείου να ΜΗΝ κάνει τίποτα για το θέμα αυτό και προσπάθησα να το αναδείξω με δύο κείμενά μου που δημοσιεύθηκαν στην «Καθημερινή» της Κυριακής. Στις 22 Ιουλίου 2012, στο κείμενο «Παίζοντας Καθυστέρηση με τις Ταμειακές Μηχανές» παρέθεσα το ιστορικό, αναδεικνύοντας ότι το υπουργείο έκανε οτιδήποτε είναι δυνατό προκειμένου να καθυστερήσει την εφαρμογή ενός μέτρου που ψηφίστηκε με τον Νόμο 3943 της 31ης Μαρτίου 2011. Στη συνέχεια στο κείμενό μου της 9ης Δεκεμβρίου 2012, με τίτλο «Η "άμεση" είσπραξη του ΦΠΑ», αναφέρθηκα στη νέα επιτροπή η οποία συστάθηκε προκειμένου να εξετάσει την «άμεση» είσπραξη του ΦΠΑ, η οποία είχε καταληκτική ημερομηνία για να παραδώσει το πόρισμά της, την 30ή Νοεμβρίου 2012. Οπως είχα επισημάνει τότε, το αντικείμενο της «άμεσης» είσπραξης του ΦΠΑ ήταν ουτοπικό και μοναδικός σκοπός ήταν η επιπλέον καθυστέρηση στην εφαρμογή του Νόμου 3943. Δυστυχώς επαληθεύθηκα πλήρως. Η επιτροπή αυτή, από όσο γνωρίζω, ατόνησε και ύστερα από ένα περίπου χρόνο δεν νομίζω ότι έδωσε κανένα πόρισμα αλλά έχουμε την ανακοίνωση του υπουργείου και την οριστική ταφή του θέματος, ένα «έγκλημα» προμελετημένο, με ιδιαίτερα υψηλό «όφελος», για τους ενδιαφερομένους. Οι ετήσιες απώλειες του ΦΠΑ που έχει το ελληνικό κράτος εκτιμάται ότι κυμαίνονται μεταξύ 8-10 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτά τα χρήματα τα κατέβαλαν οι καταναλωτές, αλλά αντί να καταλήξουν στο ταμεία του κράτους έμειναν στις τσέπες των επιτήδειων.

Η Agatha Christie, στα εξαιρετικά αστυνομικά μυθιστορήματά της με τον Hercule Poirot και την Miss Marple, λέει ότι για γίνει κάποιο έγκλημα χρειάζονται δύο παράγοντες: «Opportunity and Motive», «Ευκαιρία και Κίνητρο». Ας ξεκινήσουμε από το «κίνητρο». Ποιος έχει το «κίνητρο» για να μη συνδεθούν οι ταμειακές μηχανές με τη ΓΓΠΣ, ώστε να αποστέλλουν σε τακτά διαστήματα (και όχι online real-time) τα στοιχεία των αποδείξεών τους; Κατ' αρχήν, οι επιχειρήσεις και οι επιτηδευματίες. Εδώ όμως πρέπει να διακρίνουμε τις επιχειρήσεις ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Μια μεγάλη επιχείρηση είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποκρύψει τα στοιχεία των πωλήσεών της, γιατί θα εμπλακούν πολλοί υπάλληλοι με κίνδυνο αποκάλυψης ή εκβιασμών. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν φοροαποφεύγουν ή φοροκλέπτουν. Για παράδειγμα, οι πολυεθνικές έχουν τη δυνατότητα φοροαποφυγής με το λεγόμενο «transfer price». Με απλά λόγια σε χώρες με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, τιμολογούν τα προϊόντα τους με υψηλότερες τιμές ώστε να παρουσιάζουν αυξημένα έξοδα και κατά συνέπεια να πληρώνουν λιγότερο φόρο. Η μεγάλη όμως φοροκλοπή του ΦΠΑ γίνεται από τις λεγόμενες «προσωπικές» επιχειρήσεις και τους «μοναχικούς» επιτηδευματίες. Γενικά, οι ιδιοκτήτες τους θεωρούν ότι το ταμείο της επιχείρησης είναι ταυτόσημο με την τσέπη τους. Συνήθως μάλιστα κάθονται και πίσω από την ταμειακή μηχανή. Αυτοί, λοιπόν, είτε κόβουν είτε δεν κόβουν αποδείξεις, μπορούν να δηλώνουν ό,τι θέλουν στις δηλώσεις ΦΠΑ που υποβάλλουν και όταν έλθει (αν ποτέ έλθει) ο έλεγχος, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα «να τα βρουν» με τους ελεγκτές. Και έτσι φθάνουμε και στους επίορκους εφοριακούς (ας μην ισχυριστεί κάποιος ότι δεν υπάρχει αυτή η κατηγορία) οι οποίοι δεν θέλουν με κανένα τρόπο να περιοριστεί η δυνατότητα ελέγχου και δυνητικά της συνδιαλλαγής που έχουν με τους ελεγχόμενους. Διότι αν τα στοιχεία από τις ταμειακές μηχανές ήταν καταχωρημένα ηλεκτρονικά στη ΓΓΠΣ, δεν υπάρχει κανένας λόγος της φυσικής παρουσίας των ελεγκτών για τον έλεγχο και κατά συνέπεια, τέρμα τα extra δίφραγκα.

Βλέπουμε λοιπόν ότι εκτός από τους δημοσίους υπαλλήλους που οι εκάστοτε κυβερνώντες δεν θέλουν να πειράξουν για λόγους πελατειακούς, υπάρχει και μια άλλη «ιερή αγελάδα», την οποία οι πολιτικοί μας δεν θέλουν να κακοκαρδίσουν γιατί αποτελεί την «ραχοκοκαλιά» της οικονομίας μας, αλλά ταυτόχρονα και πηγή ψήφων. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε τι έπαθε ο Γιώργος Αλογοσκούφης, ως υπουργός Οικονομικών, όταν το 2008 προσπάθησε να επιβάλει ένα φόρο 1.000 ευρώ σε κάθε επιτηδευματία. Λέγεται, ότι του ζητήθηκε να αποσύρει τον φόρο και όταν αυτός αρνήθηκε, του είπαν ότι θα πάει σε άλλο υπουργείο. Στον ανασχηματισμό, όμως, αντί να πάει σε άλλο υπουργείο πήγε σπίτι του, για να εξευμενίσουν τα πνεύματα.

Αφού βρήκαμε ποιοι έχουν το «κίνητρο», ας δούμε ποιος τους δίνει την «ευκαιρία». Ο Νόμος 3943 ήταν σαφέστατος: «Οι επιτηδευματίες που εκδίδουν αποδείξεις λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών με χρήση φορολογικών ταμειακών μηχανών υποχρεούνται να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά τα δεδομένα των φορολογικών στοιχείων που εκδίδονται σε βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων». Υστερα από 30 μήνες, το υπουργείο αποφάσισε ότι αυτό δεν χρειάζεται «προς το παρόν». Να λοιπόν, ποιος δημιουργεί την «ευκαιρία» για το «έγκλημα». Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου, οι σύμβουλοί τους και υπηρεσιακοί παράγοντες οι οποίοι δεν θέλουν να μπει τάξη σε ένα χώρο που όλοι γνωρίζουμε ότι βασιλεύει η αταξία. Ξέρετε ποιο είναι το πιο εξωφρενικό! Οι εισαγωγείς και κατασκευαστές ταμειακών μηχανών στην Ελλάδα, βασισμένοι στον Νόμο 3943 και τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις που έχουν ήδη από το 2012 εκδοθεί, έχουν έτοιμες τις ταμειακές μηχανές οι οποίες μπορούν να διασυνδεθούν τηλεπικοινωνιακά με τη ΓΓΠΣ, ή ενδιάμεσους φορείς (agregators) προκειμένου να μεταβιβάζουν στοιχεία των συναλλαγών.

Διάβασα στην ΚτΚ (24/11/2013) τη συνέντευξη του επικεφαλής της MasterCard, με τίτλο «Μέσω καρτών θα συλλάβετε τη φοροδιαφυγή και στην Ελλάδα», όπου εξηγεί τι είπε στον κ. Σαμαρά, με τον οποίο είχε δύο συναντήσεις, μια στην Ουάσιγκτον και μια πιο πρόσφατη στην Αθήνα. Οι συναλλαγές με κάρτες αφήνουν ηλεκτρονικό ίχνος και γι' αυτό συμβάλλουν στην καταπολέμηση της μαύρης οικονομίας. Φαίνεται ότι αυτή την απλή διαπίστωση, η οποία ισχύει σε όλο τον κόσμο, δεν την αποδεχόμαστε στην Ελλάδα. Δημιουργήθηκαν οι υποδομές για την εφαρμογή της Κάρτας Αποδείξεων, οι οποίες λειτουργούν άψογα, αλλά το υπουργείο ουδέποτε προώθησε ουσιαστικά την Κάρτα και την άφησε να πεθάνει, γιατί δεν έδωσε κανένα κίνητρο για τη χρήση της. Και επειδή, σαν μηχανικός που είμαι, μου αρέσουν οι πρακτικές λύσεις, έχω μια πρόταση, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι συναλλαγές με πιστωτικές, χρεωστικές ή την Κάρτα Αποδείξεων. Στον χώρο της εστίασης όπου είναι βέβαιο ότι φοροδιαφυγή πάει σύννεφο (σημ. οι 33.631 επιτηδευματίες «Υπηρεσιών Εστιατορίων και Κινητών Μονάδων Εστίασης» δήλωσαν μέσο ατομικό ετήσιο εισόδημα για το 2011, 6.106 ευρώ!), υπάρχουν σχεδόν παντού τα μηχανάκια αποδοχής καρτών (POS). Αν το υπουργείο έδινε κάποιο κίνητρο σε όσους πληρώνουν τον λογαριασμό τους με κάρτα, που σημαίνει ότι οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να αποκρύψουν τη συναλλαγή θα επιτύγχανε δύο στόχους: Οι καταναλωτές θα είχαν ένα ουσιαστικό όφελος για τη χρήση της Κάρτας και το υπουργείο θα συγκέντρωνε στοιχεία από τον τζίρο των καταστημάτων αυτών, τα οποία θα του ήταν πολύτιμα, τόσο στην απόδοση του ΦΠΑ, όσο και στην εκτίμηση του τζίρου των επιχειρήσεων. Αν αντί να ζητούμε γενικές λύσεις είχαμε επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής κατά κατηγορία, θα είχαμε βρει λύσεις.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου